Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Οι μακροοικονομικες προεκτασεις μιας καιροσκοπικης μικροοικονομιας


Θολα τζαμενια πορτοκαλι ενεχυροδανειστηρια, γριες που παπαγαλιζουν στην tv εκθειαστικα  σχολια για σομπες κι υποστρωματα δινοντας feedback σε οσους μη προνομιουχους δε χορτασαν αρκετα τα λαικιστικα παραληρηματα τυπου Αυτιά και την ακατασχετη κινδυνολογια τυπου Σαμαρα, εξαρση μιας telemarketing υποκουλτουρας με την ασταματητα προβαλλομενη διαβολικη συμπτωση της δισυποστατης μαλλον Βαλαωριτου εν Αθηναις και εν Θεσσαλονικη, επαναφορα των προικωων σε ζηλευτα σετ γιατι ο θεσμος της προικας δεν καταργηθηκε ποτε ουσιαστικα απλως στριμωχθηκε στο κατω κατω συρταρι με τα λοιπα σεμεν, βομβαρδισμος απο συγκριτικες- κατινιστικες διαφημισεις που με το απενεχοποιητικο made in greece μπηγουν το μαχαιρι κατευθειαν στο εθνικιστικο κοκαλο εκεινου του νεοελληνα που χτυπαει σουβλακια, μπυρες, ταττου κι ενιοτε αλλοδαπους (η σειρα ειναι τυχαια), ψευτο-αρωματοπωλεια που σνομπαρουν τη φθηνιαρα πλην οριτζιναλε Μυρτω, και που παραμονευοντας στα πηγμενα πεζοδρομια μας ψεκαζουν, τους ηδη ψεκασμενους, με Κοκο Κατινελ, ρουχα που τα ζυγιζεις σε λογικη 1/4 σαλαμι αερος, - θυμηθηκε κανεις τον ατακαδορο κι αποστομωτικο Αδωνη μηπως;;- Και μπερδευομαι, απ τη μια νομιζω οτι ξυπναω και κοιμαμαι σε αποσχιθεν κρατος της πρωην Σοβιετικης Ενωσης που κανει τα πρωτα του δειλα baby steps στον, θου Κυριε, φυλακην  τω στοματι μου, καπιταλιστικο κοσμο, απ την αλλη μας βλεπω σαν ενα βουτηγμενο στον υπερκαταναλωτισμο-θυμα του marketing, πειθηνιο, ευπιστο και slow on the uptake- τα δανειζομαι τα εγγλεζικα απο τον Γιωργακη- αμερικανιζον χαζοεθνος. Αναποφευκτος για ´μενα συνειρμος η  Κανελλη να κλεβει την παρασταση με το μαυρο fleece-βελουτε hoodies της με τα λευκα αστερακια στο μαυρο φοντο που λες και τα συγκεραζει επιτυχως ολα αυτα μαζι  και που σε κανει να πιστευεις οτι σε αυτο το εξευγενισμενα αυθαδικο και φαινομενικα αταιριαστο με το βουλευτικο εδρανο, urban streetwear φουτερακι ειναι που γενναται η ελπιδα για επιτευξη εθνικης συνεννοησης Αλεξη μου, Αντωνη μου, Βαγγελη μου (καθαρα αλφαβητικη σειρα). Το μυστικο, μου φαινεται, ειναι στο mix 'n match, μην το φοβαστε οι παραπανω, βαλτε βγαλτε, συνδυαστε ελευθερα κι οπως λεει και μια διαφημιση, λερωθειτε κι ελευθερα κανει καλο. Αλλα επι αυτου ξερει να σας τα πει καλυτερα κι ο ΠΔ ως απλος παρατηρητης της μπουγαδας, αντε και colour catcher εν οψει εκλογων οταν (ε)μπλεκονται τα χρωματα κι οχι μονο...

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ


ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

  Από μικρή είχα τη συνήθεια να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου, τις κινήσεις τους, τους μορφασμούς τους, τον τρόπο ομιλίας τους, τις αντιδράσεις τους στα διάφορα ερεθίσματα, όχι όμως με επικριτική διάθεση, ούτε από κουτσομπολίστικη περιέργεια όπως επιπόλαια μπορεί να σκεφτεί κανείς αλλά -ας μου επιτραπεί η έκφραση- από κάποιου είδους ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Ομολογώ ότι ως παιδί και συγκεκριμένα μοναχοπαίδι με συχνά παραπάνω ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό μου από αυτόν που πραγματικά χρειαζόμουν, δεν ήμουν ποτέ της δράσης, υπό την έννοια ότι έβρισκα πιο εύκολο να περιεργάζομαι τα άτομα στο περιβάλλον μου από το να εμπλέκομαι δυναμικά στη διαδραστική διαδικασία να τα γνωρίσω. Ήταν ας πούμε ο δικός μου τρόπος προσέγγισης, ο δικός μου τρόπος κοινωνικοποίησης, εντελώς μονομερής κι ατελέσφορος στην εξεύρεση αντικρίσματος, που ενώ με κρατούσε, φαινομενικά όμως, δέσμια μιας απαθούς κατάστασης, παράλληλα μου προσέδιδε ένα χρήσιμο, τουλάχιστον κατ' εμένα, γνώρισμα, αυτό του εν δυνάμει ψυχογράφου. Κάθε φορά που παρατηρούσα ένα άτομο ασυναίσθητα σχεδόν ευθυγράμμιζα την οπτική μου με αυτή που συμπέρανα για δική του, έμπαινα για λίγο, αυτό που λέμε, στη θέση του. Προσπαθώντας να κατανοήσω τη συμπεριφορά του και τη λογική των πράξεων του, ερχόμουν αντιμέτωπη με ένα καινούργιο κάθε φορά κοινωνιολογικό πλαίσιο. Κατά αυτόν τον τρόπο μου δινόταν επιπλέον κι η ευκαιρία να συνειδητοποιώ χαρακτηριστικά για το περιβάλλον μου και τον τρόπο που είχα επιλέξει να ζω μέσα σε αυτό. 'Αλλωστε, όπως ορθά λέγεται, μολονότι στην περίπτωση μου η έρευνα σταματούσε στην παρατήρηση, μόνο όταν επιτρέψεις στον εαυτό σου να διεισδύσει σε μια πραγματικότητα μη γνώριμη κι οικεία, ξένη προς τη δική σου, θα μπορέσεις τελικά να ανακαλύψεις πού πραγματικά ανήκεις, ποιος είναι ο δικός σου κόσμος. 
  Αν και πλέον είμαι ενήλικη, η συνήθεια αυτή συνεχίζει να με ακολουθεί ΄ ακόμη και σήμερα μου είναι δύσκολο να απεκδυθώ τον ρόλο του παρατηρητή. Απόδειξη αποτελεί η παρακάτω κι ίσως κι η πιο πρόσφατη που να μπορώ να καταθέσω, βιωματική ιστορία ψυχογραφικής απόπειρας.
  Τη χρονιά που θα έδινα πανελλαδικές εξετάσεις αποφασίσαμε από κοινού στο σπίτι να μεταφερθώ στο απέναντι δωμάτιο, σε εκείνο που έβλεπε στην πίσω μεριά της πολυκατοικίας, ώστε να έχω περισσότερη ησυχία για να διαβάζω. Το νέο μου δωμάτιο είχε πρόσβαση σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα στον κήπο της πιλοτής ο οποίος και μεσολαβούσε μεταξύ της πολυκατοικίας κι ενός μικρού δρόμου. Εκεί σε αυτόν τον ήσυχο δρόμο τον γεμάτο νερατζιές υπήρχε μια παλιά διπλοκατοικία από αυτές της δεκαετίας του '60 που σημειολογικά και πολεοδομικά πάλευαν να συγκεράσουν την πρακτικότητα της επαρχιώτικης μονοκατοικίας με τον μοντερνισμό του αστικού διαμερίσματος. Στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο πολυόροφες πολυκατοικίες, με μια μικρή αυλή στην είσοδό της η διπλοκατοικία έστεκε εκεί να κοιτάζει προς το δρόμο. Στον επάνω όροφό της πρόβαλε ένα μπαλκόνι, ούτε πολύ μικρό ούτε πολύ μεγάλο, μάλλον στενόμακρο με άσπρα κάγκελα και τρεις-τέσσερις διάσπαρτες εδώ κι εκεί γλάστρες. Στην ταράτσα της ορθωνόταν μια οικοδομική παραφωνία, ένα μικρό αυτοσχέδιο δώμα που με μια πρώτη μάτια έμοιαζε να λειτουργεί σαν πλυσταριό με ένα μακρύ σχοινί δεμένο όπως όπως σε δύο πασσάλους του για το άπλωμα των ρούχων. Υπήρχε σίγουρα και μια τηλεόραση στο εσωτερικό του αφού συχνά τα βράδια έβλεπα το μπλε φως της οθόνης να αντανακλάται πάνω στο τζάμι της πόρτας. 
  Στο σπίτι κατοικούσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, ανδρόγυνο, πάνω από 80 χρονών ο καθένας. Ο γέρος κι η γριά, έτσι τους αποκαλούσα, κάθε άλλο παρά βαρετοί ήταν. Οι καβγάδες τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν το λιγότερο ομηρικοί καθώς σχεδόν κάθε μέρα βρίζονταν, καταριόντουσαν την ώρα που γνωρίστηκαν κι εύχονταν ο ένας στον άλλο να τους πάρει μαζί του ο έξω από εδώ. Δε θα ξεχάσω ένα περιστατικό που συνέβη το καλοκαίρι πριν από δύο χρόνια όταν πάνω σε ένα τσακωμό η γριά κλείδωσε το γέρο στο μπαλκόνι σχεδόν όλο το βράδυ αγνοώντας επιδεικτικά τις φωνές και τα χτυπήματά του στην πόρτα που είχαν σηκώσει τα μεσάνυχτα όλη τη γειτονιά στο πόδι. Πάντα έτσι να ήταν, απορουσα πού και πού. Πώς υπομένεις τόσα χρόνια έγγαμου βίου με έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν επικοινωνείς πια, που δεν αντέχεις καν να βλέπεις; Και πού βρίσκεις άραγε το κουράγιο σε αυτήν την ηλικία να διαπληκτίζεσαι τόσο έντονα μαζί του; Οι καβγάδες τους με έκαναν γρήγορα να καταλάβω και τη χρησιμότητα του δώματος, αφού όπως αποδείχθηκε ο γέρος έβρισκε εκεί καταφύγιο τις μέρες που η κατάσταση με τη γριά έφτανε στο απροχώρητο. Τουλάχιστον, σκεφτόμουν, ήταν κύριος, έφευγε εκείνος από το σπίτι. 
  Σε αντιστάθμισμα της απρεπούς και ντροπιαστικής συμπεριφοράς των γέρων ερχόταν το παρουσιαστικό τους που έδινε την εικόνα ενός καλοβαλμένου και με επίπεδο ζευγαριού. Η γριά ήταν φιγούρα αριστοκρατική, συνήθιζε να βγαίνει στο μπαλκόνι φορώντας μια γυαλιστερή ρόμπα και μαύρα γυαλιά ηλίου -τις πρωινές ώρες- ,πάντοτε με κουπ κομμωτηρίου. 'Αλλωστε, το βασικό της ''επιχείρημα'' στους τσακωμούς της με το γέρο αποτελούσε το γεγονός ότι εκείνη ήταν μια γυναίκα εξαίρετης καταγωγής και καλλιεργημένη  που δυστυχώς κακόπεσε όταν τον παντρεύτηκε. Ο γέρος πάλι ήταν υπερβολικά μικρόσωμος και κοντός, αρειμάνιος καπνιστής, με φωνή όμως καθαρή και βροντερή που δε θύμιζε ηλικιωμένο. Αυτός ήταν κι ο μόνος που έβγαινε εκτός σπιτιού με εμφάνιση εξίσου προσεγμένη με εκείνη της γριάς. Στις εξόδους του κουβαλούσε μάλιστα μαζί του κι ένα τσαντάκι, όχι από αυτά του φαρμακείου, αλλά ένα που έμοιαζε με φάκελο, κατάλοιπο μάλλον της πάλαι ποτέ επαγγελματικής του ιδιότητας ως τραπεζικός, όπως πληροφορήθηκα από τον μπαμπά μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, τα καλοκαίρια η γριά έμενε ξύπνια ως αργά τα μεσάνυχτα βλέποντας τηλεόραση δίπλα στην μπαλκονόπορτα με τη λάμπα αναμμένη, και κάπου εκεί γύρω στις τρεις το ξημέρωμα έσβηνε το φως οπότε κι υπολόγιζα την ώρα από το σκοτάδι. Ο γέρος συνήθως καθόταν πάνω στο δώμα της ταράτσας, πότε άπλωνε ρούχα, πότε πότιζε. Καμιά φορά κάθονταν και μαζί στο μπαλκόνι, εκείνος κάπνιζε. Δε μιλούσαν παρά μόνο για να τσακωθούν και να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του, ο γέρος προς την ταράτσα κι η γριά προς το εσωτερικό του σπιτιού. Ποτέ μου δεν τους είχα δει από κοντά, αν και μας χώριζε μονάχα ένας δρόμος. Στο μυαλό μου είχαν περάσει ως αρχετυπικές φιγούρες του συμβατικού ζευγαριού που γερνάει παρέα από ανάγκη κι όχι από αγάπη.  
  Συχνά αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που τους κρατούσε τόσα χρόνια μαζί. Τα στερεότυπα της κοινωνίας που εκείνες τις εποχές ειδικά ήθελαν το διαζύγιο πράξη ιδιαιτέρως ντροπιαστική και κατακριτέα, η δύναμη της συνήθειας που τελικά δημιουργεί αρρωστημένες εξαρτήσεις, ίσως η αδυναμία του ενός από τους δύο να σταθεί οικονομικά αυτοδύναμος έξω από το γάμο…; Πιθανόν κάποιος από τους παραπάνω λόγους να έπαιξε ρόλο, ήταν όμως κι ο κυριότερος άραγε; Δεν άργησα πολύ να πάρω την απάντηση που έψαχνα. Υπήρχε μία περίοδος μέσα στο καλοκαίρι που στο μπαλκόνι έκανε την εμφάνισή της μια μελαχρινή νεαρή κοπέλα όχι πάνω από 30 χρονών. Ήταν αρκετά ψηλή κι αδύνατη, κι ενώ δεν μπορούσα λόγω απόστασης να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της για κάποιο λόγο είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι ήταν όμορφη. Ένα βράδυ που η ησυχία απλωνόταν σε όλη τη γειτονιά την άκουσα για πρώτη φορά να μιλάει, μόνο που ο λόγος της δεν ήταν καθαρός, κατά διαστήματα διακοπτόταν από άναρθρες κραυγές κι ακουγόταν σχεδόν παραληρηματικός. Το νεαρό κορίτσι προφανώς έπασχε από κάποια μορφή νοητικής υστέρησης που όμως, όπως τουλάχιστον εμένα μου φαινόταν, δεν περιόριζε δραματικά την ικανότητα αντίληψης και τη συμπεριφορά της. Αργότερα έμαθα οτι κι οι δύο γονείς της την είχαν εγκαταλείψει, είχαν ξαναφτιάξει τη ζωή τους κάνοντας άλλα παιδιά κι οι παππούδες της από την πλευρά της μητέρας της, ο γέρος κι η γριά δηλαδή, ήταν οι μόνοι που της είχαν απομείνει να τη φροντίζουν. 
  Ο ερχομός της εγγονής σηματοδοτούσε μια περίοδο ''εκεχειρίας'' μεταξύ του γέρου και της γριάς, αφού όσο διάστημα η κοπέλα έμενε μαζί τους οι καβγάδες σταματούσαν, δεν άκουγες το παραμικρό. Τα βράδια συνήθιζαν να κάθονται όλοι μαζί στο μπαλκόνι και μάλιστα ο γέρος καμιά φορά παράγγελνε και πίτσα. Οι δυο τους έβγαιναν βόλτα, την άφηνε να ανεβαίνει στην ταράτσα όπου η γριά απαγορευόταν να πατήσει το πόδι της, ακόμη της έδινε να κάνει διάφορες μικροδουλειές του σπιτιού. Μέχρι που κάποια μέρα περί τα τέλη του καλοκαιριού η κοπέλα έφευγε και οι γέροι έβρισκαν και πάλι τον παλιό τους εαυτό. Η εγγονή τους, κατέληξα, αυτή ήταν ο συνδετικός τους κρίκος, η αιτία που, παρά την αποστροφή που έτρεφε ο ένας για τον άλλο, τους κρατούσε μαζί αν όχι από πάντα, σίγουρα τα τελευταία χρόνια. Τελικά η αγάπη ήταν αυτό που τους ένωνε, μπορεί όχι η ανά μεταξύ τους αλλά η υπέρ τρίτου. Αγάπη όμως ήταν κι αυτή, γιατί πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί το κίνητρο που ωθεί δύο ανθρώπους να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να παραβλέψουν τον εγωισμό τους προκειμένου να σταθούν μαζί δίπλα σε εκείνον που τους έχει ανάγκη;
  Προχθές καθώς περνούσα από τον κεντρικό στο γυρισμό μου για το σπίτι είδα ένα κηδειόχαρτο, φρεσκοκολλημένο σε μια κολώνα αλλά το προσπέρασα χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία. 
'' Τα έμαθες; '' μου λέει ο μπαμπάς μου καθώς έμπαινα μέσα, '' πέθανε η γριά από απέναντι''. Πέθανε, όχι, κρίμα… σφίχτηκε η καρδιά μου. Κατευθύνθηκα με φόρα προς το δωμάτιό μου, έτρεξα προς τη μπαλκονόπορτα και με μια αμήχανη βιασύνη τράβηξα την κουρτίνα να ανοίξει. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο μπαλκόνι της διπλοκατοικίας με τα άσπρα κάγκελα. Κι έρχεται καλοκαίρι σκέφτηκα…κι η κοπέλα; … Πόσο μόνος θα αισθάνεται ο γέρος, κανείς δε θα του ανταπαντά πια όταν θα βλαστημάει... αλλά υποθέτω, η ζωή συνεχίζεται…

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014


  Παραμονή Χριστουγέννων και στο σπίτι έχουμε καλεσμένους για το καθιερωμένο ρεβεγιόν. Κάποια στιγμή μέσα στο χαμό που επικρατεί συνειδητοποιώ ότι λείπει το κινητό μου. Λογικά το ξέχασα στο αυτοκίνητο όταν πήγα για ψώνια το απόγευμα. Ενημερώνω τους δικούς μου ότι κατεβαίνω για λίγο να το φέρω και φεύγω. Αυτή τη φορά έχω παρκάρει λίγο πιο μακριά απ ό,τι συνήθως, αφού πάντα τέτοιες μέρες η κίνηση είναι αυξημένη και δε βρίσκεις εύκολα ελεύθερη θέση. Το ρολόι μου δείχνει περασμένες έντεκα. Βγαίνω στο δρόμο. Έξω κυριαρχεί απόλυτη ησυχία, όλοι προφανώς έχουν μαζευτεί σε σπίτια και μαγαζιά για να γιορτάσουν, δεν κυκλοφορεί κανείς. Ακόμη κι η μουσική στα μεγάφωνα που έχει τοποθετήσει ο δήμος αυτές τις μέρες, έχει σταματήσει από ώρα. Αναριγώ από το τσουχτερό κρύο και με τα χέρια μου αγκαλιάζω σφιχτά το παλτό μου. Δε με νοιάζει τόσο που κρυώνω, άλλωστε ευκαιρία έψαχνα να γλιτώσω από την αδολεσχία των συγγενών μου και τις ανακριτικές τους ερωτήσεις. Για να ηρεμήσει λίγο το κεφάλι μου, αποφασίζω να κάνω πρώτα μια βόλτα μέχρι την κεντρική πλατεία της περιοχής μου. Τα δέντρα είναι στολισμένα με λαμπάκια κι άλλα διακοσμητικά στοιχεία, ενώ δίπλα στα σκαλιά της εκκλησίας η οποία και βρίσκεται στο κέντρο της πλατείας, έχει στηθεί μια υπαίθρια φάτνη. ''Στολίσαμε και φέτος, σκέφτηκα, ''τα καταφέραμε…''. Αν και σπανίως δίνω σημασία, στέκομαι για λίγο και παρατηρώ τη φάτνη. Μικρή, θυμάμαι, ήταν το αγαπημένο μου χριστουγεννιάτικο ''αξιοθέατο'', γιατί έμοιαζε με κουκλόσπιτο αλλά σε αληθινές διαστάσεις, γεγονός που το έκανε ακόμη πιο ενδιαφέρον, τόσο που η μαμά μου κατέβαλε προσπάθεια ώστε να μην μπω μέσα κι αρχίζω να αγγίζω τις ''κούκλες''. Επιστροφή στο σήμερα, κι ένας αδέσποτος σκύλος έχει βρει καταφύγιο σε μια απάνεμη γωνιά της κατασκευής, πάνω στα άχυρα. Χαμογελάω, πιο κατάλληλο μέρος, σκέφτομαι, δε θα μπορούσε να βρει την αποψινή βραδιά, κοιμάται υπό τη σκέπη του Θεού, στην κυριολεξία. Ρίχνοντας μια πιο προσεκτική ματιά στο βάθος, διαπιστώνω ότι το θείο βρέφος λείπει. Ιεροσυλία θα πουν κάποιοι, κακόγουστο αστείο θα το θεωρήσω εγώ και θα κάνω να φύγω. Κι όπως γυρίζω την πλάτη μου, προτού απομακρυνθώ, το αυτί μου πιάνει κάτι που θυμίζει κλάμα. ''Ο σκύλος θα είναι'', λέω στον εαυτό μου, αλλά όταν στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος του, το ζωντανό δε βρίσκεται πια εκεί. ''Δεν μπορεί, θα παράκουσα'', συνέχισα τον εσωτερικό μου μονόλογο,''ώρα να γυρίσω, θα ανησυχούν''. Το κλάμα όμως, επιστρέφει και τώρα είμαι σχεδόν σίγουρη ότι είναι ανθρώπινο και συγκεκριμένα, γυναικείο. Κοιτάζω αναστατωμένη γύρω μου αλλά δε βλέπω κανέναν και τίποτα που θα μπορούσε να παράγει αυτόν τον ήχο. Γυρνάω και πάλι προς τη φάτνη και για μια στιγμή την προσοχή μου τραβά κάτι σαν λαμπύρισμα. Πλησιάζω όσο πιο κοντά μπορώ, το παιχνίδισμα του φωτός, διακρίνω τώρα, προέρχεται από το ομοίωμα της Παναγίας. Αδυνατώ να πιστέψω αυτό που βλέπω, η Παναγία μοιάζει να έχει δακρύσει! Ανοιγοκλείνω συνεχώς τα μάτια μου, ''δεν μπορεί'', ψελλίζω, ''αποκλείται, μου φάνηκε, θα είναι κάποιου είδους αντανάκλαση από τα λαμπιόνια της στολισμένης πλατείας ή μάλλον θα ζαλίστηκα, μάλλον ήπια παραπάνω''. ''Ωρα να την κάνω και γρήγορα'', αφήνω να μου ξεφύγει δυνατά και γυρίζω την πλάτη μου. ''Καλά άκουσες'', μια φωνή από το πουθενά μου μιλά, ''ήταν η μητέρα μου, κάθε φορά που κάποιος αμαυρώνει την ύπαρξη μου θρηνεί, όπως κάθε μάνα''. Παγώνω, δεν τολμώ καν να κοιτάξω, νιώθω τους παλμούς μου να χτυπούν ιλλιγιωδώς στους κροτάφους μου, ο ήχος της συνεχώς επιταχυνόμενης αναπνοής μου φαντάζει εκκωφαντικός στη σιωπή της στιγμής, ο χρόνος έχει σταματήσει. Κάνω να γυρίσω, δεν πιστεύω αυτό που αντικρίζω. Μπροστά μου στέκεται ένας νεαρός άντρας, ψηλός με μακριά καστανά μαλλιά, ντυμένος με έναν μακρύ λευκό χιτώνα και ξυπόλητος. Το πρόσωπό του ακτινοβολεί μια απόκοσμη λάμψη. Θέλω να τρέξω μακριά αλλά τα πόδια μου δεν υπακούν. ''Ποιος είσαι; '' ψελλίζω με την ελάχιστη δύναμη που μου έχει απομείνει. ''Ησύχασε'' μου απαντά, ''μη φοβάσαι''. ''Ποιος είσαι;'' ξαναρωτάω, '' ή μάλλον τι είσαι; ''. Με την ίδια πραότητα μου ξαναλέει να ησυχάσω και αρχίζει να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Ανήμπορη να κάνω το παραμικρό βήμα, έντρομη, μένω εκεί, αποσβολωμένη να τον βλέπω να με πλησιάζει ολοένα και περισσότερο. Δευτερόλεπτα πριν χάσω τις αιθήσεις μου, αισθάνομαι το χέρι του να ακουμπά τον ώμο μου, μια γλυκιά ζέστη κατακλύζει όλο μου το σώμα και τότε σωριάζομαι. 
  Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, ούτε τι μεσολάβησε το διάστημα εκείνο, ξέρω μονάχα ότι ήταν η έντονη μίξη από λιωμένο κερί και λιβάνι που με ξύπνησε. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήμουν μέσα σε εκκλησία και μάλιστα σε αυτή της πλατείας, την αναγνώρισα από την έλλειψη αγιογράφησης. Είναι ανατριχιαστικό να βρίσκεσαι μέσα σε έναν κλειστό ναό τόσο αργά, μεσάνυχτα πια λογικά. Το λιγοστό αχνό φως που φτάνει στο εσωτερικό του ναού μέσα από τα στενά παράθυρα και τα βιτρώ του τρούλου δημιουργεί αλλόκοτες σκιές, ίσα ίσα που διακρίνονται οι επιφάνειες των γύρω πραγμάτων. ''Ο ναός δεν είναι ποτέ κλειστός όπως κι η αγκαλιά μου'' ακούω μια φωνή που μάλλον είχε μόλις διαβάσει τη σκέψη μου. ''Επειδή δε με βλέπεις στην πραγματικότητα δε σημαίνει πως δεν υπάρχω. Υπάρχω σε καθετί που αγαπάς και φροντίζεις με στοργή και συμπόνια. '' Θεέ μου'' φωνάζω ως επιφώνημα ένδειξης τρόμου. ''Ο υιός Του για την ακρίβεια'', βλέπω το νεαρό άντρα της πλατείας να μου απαντά ενώ ανάβει με ευλάβεια το κρεμαστό καντήλι. Το φως δυναμώνει. ''Τι εννοείς είσαι ο, ο Χριστός;'' ρωτάω με τρεμάμενη φωνή. Μα δεν μπορεί μάλλον τρελάθηκα ή ονειρεύομαι ή έχω πεθάνει και ζω μια μεταφυσική εμπειρία, σκέφτομαι από μέσα μου. ''Μη μου κάνεις κακό σε παρακαλώ'', Του λέω και μαζεύομαι στη θέση μου. ''Είσαι ένα από τα παιδιά μου, μόνο απέραντη αγάπη τρέφω για εσένα. Μπορείς να μου ανοίξεις κι εσύ την καρδιά σου χωρίς να φοβάσαι''. Με τη φλόγα από το καντήλι να τρεμοπαίζει, παρατηρώ την ψηλόλιγνη φιγούρα Του. Η μορφή Του αποπνέει μια ηρεμία μια γαλήνη, το ύφος Του είναι τόσο μειλίχιο, δε μοιάζει με τον τρελό της περιοχής, καταλήγω, σίγουρα όχι. Αναθαρρώ λίγο και του απευθύνω το λόγο, ''αν υποθέσουμε ότι είσαι όντως ο Χριστός, γιατί παρουσιάστηκες μόνο σ εμένα και όχι σε ολόκληρο το ποίμνιο Σου;'' ''Αυτό'', μου απαντάει, ''το ξέρεις εσύ τέκνο μου, εσύ με έφερες εδώ αυτή τη νύχτα, εσύ με κάλεσες από τα βάθη της ψυχής σου''. ''Μα εγώ δε Σε έψαξα ποτέ, εγώ αντίθετα ανυπομονούσα να περάσουν οι γιορτές και όλα τα γλυκανάλατα που πάνε μαζί'', λέω με περιπαιχτικό ύφος. Ησυχία, δεν παίρνω απάντηση. ''Δηλαδή'' συνεχίζω, ''το κλάμα που άκουσα έξω ήταν της Παναγίας'', ρωτάω με μια ελαφριά ειρωνεία; Ησυχία ξανά. ''Είσαι ακόμη εδώ;'' φωνάζω και ο αντίλαλος της φωνής μου αντηχεί σε ολόκληρο το ναό, ''φοβαμαι'' λέω ψιθυριστά. Και τότε νιώθω πάλι τη ζεστή Του αύρα να πλησιάζει, αυτή τη φορά κάθεται δίπλα μου. Μοιάζει τόσο αληθινός, τόσο αγνός, τόσο καλοσυνάτος, κι αυτή η λάμψη, σκέφτομαι, δεν μπορεί να ειναι τεχνητή, αποκλείεται…όντως έχω μπροστά μου τον Ιησού Χριστό! ''Ξέρεις'' Του λέω ''Σε πιστεύω, αλλά μου φαίνεται τόσο περίεργο…μπορώ να Σε ρωτήσω ό,τι θέλω, γιατί πάντα είχα απορίες σχετικά…''  ''Μπορείς'', μου απαντάει, ''είμαι εδώ για εσένα σήμερα''. Ξαφνικά δε μου έρχεται τίποτα, είναι απίστευτο, ο Ιησούς Χριστός στέκεται μπροστά μου με σάρκα κι οστά κι εγώ δε βρίσκω τίποτα να Τον ρωτήσω! Επικρατεί απόλυτη σιωπή για μερικά λεπτά. ''Ειναι ώρα να πηγαίνω'', μου λέει, διακόπτοντας τη σιωπή, ''με χρειάζονται και τα άλλα αδέλφια σου, όσο είσαι δίπλα τους θα με βρίσκεις συχνά'', ''περίμενε δύο ερωτήσεις μόνο'', λέω ξαναβρίσκοντας τη φωνή μου, ''ο διάλογος με τον Πόντιο Πιλάτο σε ποια γλώσσα έγινε, γιατί αποκλείεται να γνώριζες σαν ένας φτωχός ξυλουργός που ήσουν, την επίσημη γλώσσα των ρωμαίων κρατικών λειτουργών… και για τον τελευταίο πειρασμό του Καζαντζάκη, αλήθεια εκείνη τη δύσκολη στιγμή λίγο πριν το τετέλεσται υπερίσχυσε η ανθρώπινη φύση Σου, σκέφτηκες έστω για λίγο πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή Σου αν ήσουν άνθρωπος κι όχι γιος του Θεού;'' Καμία απόκριση. Πηγαίνω δειλά προς την πόρτα, τη βρίσκω ανοιχτή. Η απότομη εναλλαγή από το σκοτάδι του ναού στο εξωτερικό φως θολώνει για μερικά δευτερόλεπτα την όρασή μου. Κατεβαίνω στην πλατεία, δεν υπάρχει κανείς τριγύρω. Όλα μοιάζουν φυσιολογικά ακόμα κι η φάτνη. Έχει επιστρέψει κι ο σκύλος, μόνο που αυτή τη φορά κοιμάται κουλλουριασμένος στη θέση του εξαφανισμένου θείου βρέφους. Σταυροκοπιέμαι καλού κακού, ανασκουμπώνομαι και παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Αν ρωτήσουν γιατί άργησα, θα τους πω ότι συνάντησα τυχαία έναν γνωστό μου από παλιά και πιάσαμε κουβέντα, ένας θεός ξέρει από πότε είχα να τον δω…   

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Xmas story/ version n.1

  Παραμονη Χριστουγεννων και βρεθηκα καλεσμενη στο ρεβεγιον που διοργανωσε μια οικογενειακη φιλη. Καλως ή κακως δε συγκαταλεγομαι μεταξυ των ατομων εκεινων που σπευδουν με ιδιαιτερη χαρα και ενθουσιασμο να δωσουν το παρον σε τετοιου ειδους κοινωνικες εκδηλωσεις, ιδιως οταν οι τελευταιες διαπνεονται εντονως απο το θρησκευτικο στοιχειο και συναμα μια επιπλαστη οικειοτητα μεταξυ ανθρωπων που ειναι ζητημα αν εχουν συναντηθει δυο φορες στη ζωη τους αλλα υποκρινονται τους επιστηθιους φιλους, ερειδομενοι προφανως επι του αλτρουιστικου πνευματος των ημερων.
  Η οικοδεσποινα ξεπροβαλλει στην πορτα και υποδεχεται την οικογενεια μου κι εμενα με ιδιαιτερη εγκαρδιοτητα αλλα και μια συγκεκαλυμμενη βιασυνη, δειχνοντας μας αμεσως το δρομο προς το σαλονι. Αναποφευκτα η πρωτη αισθηση μου που κινητοποιειται ειναι αυτη της οσφρησης. Στο εσωτερικο του σπιτιου την ατμοσφαιρα εχει διαποτισει μια περιεργη μιξη ψητου κρεατος, σιροπιαστου γλυκου και καπνου απο τα τσιγαρα των παρευρισκομενων, μαζι με μια υποψια αλκοολ και γυναικειου αρωματος. Τα ποτηρια γεμιζονται ξανα και ξανα, οι καλεσμενοι μιλουν αδολεσχως, η οικοδεσποινα περιφερεται σχεδον πανικοβλητη απο την κουζινα στο σαλονι και παλι πισω, προσπαθωντας παραλληλα να συμμετασχει και στις κουβεντες που εχουν ανοιξει τα αυθορμητως σχηματισθεντα πηγαδακια. Αφου απεκδυομαι του πανοφωριου και της τσαντας μου στη συζυγικη κλινη της κυριας του σπιτιου, την οποια κλινη θα ηταν ανειλικρινες απο μερους μου να προσποιηθω οτι δεν παρατηρησα, προσφερω ως αλλη αντιπροσωπος το δωρο της οικογενειας μου, του οποιου το περιεχομενο στην πραγματικοτητα αγνοω παντελως μιας και συνιστα εξ ολοκληρου αγορα της μητερας μου. Επειτα, καταλαμβανω κι εγω τη θεση μου στον καναπε και με την παροτρυνση των δικων μου επιχειρω αποπειρα εγκλιματισμου υποβαλλομενη στις απαραιτητες συστασεις και χαιρετισμους με τους γυρω μου.
  Κι οταν αυτη η εκρηξη κοινωνικοτητας καταλαγιαζει, εχω πλεον τη δυνατοτητα να περιεργαστω με την ησυχια μου το χωρο. Γιατι, αν υπαρχει κατι που με χαρακτηριζει, αυτο ειναι αναμφιβολα η παρατηρητικοτητα μου, η οποια βεβαια καποιες φορες αποδεικνυεται χρησιμη, ενω καποιες αλλες με βαζει απλα σε μπελαδες, καθως, βλεπεις, δεν μπορω ευκολα να αντιπαρελθω κατι που παρατηρησα. Το σαλονι, λοιπον, ειναι αρκετα μεγαλο'  δυο ογκωδεις καναπεδες δεσποζουν στο κυριως μερος του το οποιο εχει σαν σημειο αναφορας το τζακι, ενω μια τραπεζαρια με περιορισμενο, ομως, αριθμο θεσεων συνανταται στο βαθος του. Το ''τραπεζι'' ,εν τελει συμπεραινω, μεταβαλλεται σε μπουφε, αφου ειναι ''χωροταξικα'' αδυνατον να συγκεντρωθουν ολοι οι παρισταμενοι γυρω απο την τραπεζαρια. Τη σκεψη μου διακοπτει αποτομα το φλας της φωτογραφικης μηχανης ενος κινητου τηλεφωνου, καθοτι η φυση της βραδιας απαιτει απαθανατιση. Επανερχομαι και συνειμικα το μυαλο μου στρεφει το βλεμμα μου σε ενα αλλο φως, αυτο απο τα λαμπακια που κοσμουν το χριστουγεννιατικο δεντρο που στεκει παρα τα αφυσικα επιβλητικα στολιδια και τις ατελειωτες σειρες γιρλαντας, αγερωχο απο το 1,80 και μας μεταδιδει το χαρμοσυνο μηνυμα των Χριστουγεννων. Δεν υπαρχει γωνια στο σπιτι που να μην παραπεμπει στον λογο του εορτασμου. Η βεραντα του σπιτιου δε, ανεδιδε ενα τοσο δυνατο φως που εκανε τον φωτισμο στο εσωτερικο να περιττευει, ισως να φαινοταν και απο το δορυφορο. Μας χωριζουν μολις μερικες ωρες απο την ημερα των Χριστουγεννων, μια ημερα που και ο ιδιος ο παπας Βενεδικτος ΧVI ειχε αμφισβητησει ως την πραγματικη ημερα γεννησης του Ιησου στον τελευταιο τομο της τριλογιας που εξεδωσε, και σε περιπτωση που καποιος ανιδεος καλεσμενος το ξεχνουσε η αμφιεση της οικοδεσποινας ηταν τετοια ωστε να του το υπενθυμιζει διαρκως. Σεταρισμενη με το κοκκινο των γιορτων, το κοκκινο των εποχιακων γκι που υποκαθιστανται στη θεση των διακοσμητικων αποξηραμενων στο βαζο, το κοκκινο του τραπεζομαντηλου, η κυρια του σπιτιου ελαμπε ολοκληρη απο χαρα και γκλιττερ. Η χειραψια και ο ασπασμος που ανταλλαξα μαζι της, οπως διαπιστωσα αργοτερα κοιταζoντας το ειδωλο μου στον καθρεφτη του μπανιου, προσομοιαζαν στο αγγιγμα της γεματης χρυσοσκονη χριστουγεννιατικης μπαλας. Η λαμψη της οικοδεσποινας ηταν μεταδοτικη, κυριολεκτικα. Η συνεχεια ηταν λιγο πολυ η αναμενομενη ενος ελληνικου χριστουγεννιατικου ρεβεγιον, με υπερκαταναλωση ποτου και φαγητου προς τιμην οσων στερουνται αυτες τις αγιες ημερες, αλλεπαλληλες επαναληψεις φολκλορ τραγουδιων και την τηλεοραση να παιζει μαγνητοσκοπημενες προ πενταετιας μπουζουκοεμφανισεις.
  Οταν επιστρεψαμε σπιτι και εκανα εναν απολογισμο της βραδιας, αναρωτηθηκα πώς φανηκε το δειπνο στους υπολοιπους. Η αισθητικη του χωρου, το στυλ της οικοδεσποινας και του ρεβεγιον γενικοτερα τι εντυπωσεις, αραγε προκαλεσαν; Αληθεια, επροκειτο για στυλ; Γιατι το στυλ οφειλω να αναφερω δεν αποτελει ιδιοτητα αλλα κατασταση σχεσης και ως τετοια εχει χαρακτηρα αμφιδρομο δηλαδη, για να επιτελει το ρολο του ως προς το να διακρινει καποιον απο τους υπολοιπους στο περιβαλλον του, πρεπει να εκλαμβανεται και ως κατι αξιο διακρισης απο τους αλλους, διαφορετικα δεν προκειται για στυλ. Τι συμβαινει ομως οταν κατι προβαλλεται υπερ το δεον, οταν με αλλα λογια υπερδιακρινεται; Γιατι αυτο ακριβως συνεβη και στην περιπτωση του εν λογω ρεβεγιον το κυριο θεμα της βραδιας, η παραμονη της γεννησεως ηταν τοσο ηχηρο και διαχυτο απο την διακοσμηση του χωρου μεχρι την περιβολη των καλεσμενων που τελικα οδηγησε σε μια κατασταση υπο-συμβολης. Η οικοδεσποινα στην προσπαθεια της να μεταδωσει στους καλεσμενους το χριστουγεννιατικο κλιμα προεβη σε μια σειρα επιλογων ξεπερνωντας το μεσο ορο παρουσιας και παραστασης, που αντι να τονισουν τη θεματικη του δειπνου που διοργανωσε, αντιθετα το επισκιασαν, του αφαιρεσαν το  χριστουγεννιατικο στυλ που υπο κανονικες, μη υπερδιακρισεως συνθηκες θα προσεφερε στους παρευρισκομενους. Η υπερδιακριση, λοιπον, συνιστα ελλειψη διακριτικοτητας, συνιστα αυτο που συχνα πυκνα ξεστομιζουμε '' ελλειψη τακτ''. Η φραση ''αυτος δεν εχει τακτ'' δεν χαρακτηριζει καποιον που δεν ξερει να φερεται, αλλα αναφερεται σε εκεινον που επιδεικνυει την τελειοτητα του, τη  διακριτικοτητα του, που προβαλλεται παραπανω απο οσο πρεπει σε μια δεδομενη στιγμη. Εξ ου και η δικη μου αντιδραση που στην ουσια δε συνιστουσε αντιδραση, αλλα το δικο μου διορθωτικο τακτ ωστε να αποδωσω στην βραδια, καιτοι δεν ειναι του στυλ μου, το πραγματικο της νοημα, τον εορτασμο ενος θρησκευτικου συμβαντος, αυτο των Χριστουγεννων. Υπαρχει βεβαια και η κρατουσα στην κοινωνια θεωρια οτι παντοτε σε κατι τετοιες εκδηλωσεις τη λυση στα θεματα αισθητικης παρεχει το αλκοολ σε αφθονη ποσοτητα και κατα αυτον τον τροπο ως δια μαγειας η οπτικη σου βολευεται...

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Η κληρονομιά ΑΝΤΡΕΙ ΜΑΚΙΝ

Η Κληρονομιά
ΑΝΤΡΕΙ ΜΑΚΙΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΥΤΡΑΚΗ


  Η Σαρλοτ Λεμονιε ειναι μια γυναικα ξεχωριστη, διαφορετικη απο τις αλλες. Γεννημενη και μεγαλωμενη στη Γαλλια απο Ρωσο πατερα και Γαλλιδα μητερα φευγει για τη Μοσχα λιγο μετα το ξεσπασμα του πρωτου παγκοσμιου πολεμου. Εκει θα εγκατασταθει μαζι με τη μητερα της σε ενα απομακρυσμενο χωριο, τη Σαρανζα, χαμενο καπου στην αχανη ρωσικη στεπα. Θα επιστρεψει στο Παρισι κατα τη διαρκεια του πολεμου αλλα η απωλεια και των τελευταιων συγγενων της εκει θα την αναγκασουν να γυρισει πισω στη Ρωσια, οπου θα δημιουργησει οικογενεια και θα περασε το υπολοιπο της ζωης της. Στο τελευταιο της αυτο ταξιδι απο το Παρισι στη Μοσχα θα παρει μαζι αθελα της αντι για τη βαλιτσα με τα υπαρχοντα της, τη λεγομενη βαλιτσα της Σαρανζα, τον μοναδικο συνδεσμο με την πατριδα της, στην οποια φυλα συγκεντρωμενα αποκομματα παλαιων εφημεριδων και φωτογραφιες ενος αλλου κοσμου, της Γαλλιας της belle epoque. Αυτος ο σωρος κιτρινισμενων εφημεριδων και εικονων θα αποτελεσει το παραθυρο του μικρου Αντρει και της αδερφης του σ εναν καινουργιο κοσμο. Το βασιλικο γευμα του τσαρου Νικολαου στο Elysee, ο θανατος του Felix Faure στην αγκαλια της ερωμενης του, καθε βραδυ η Σαρλοτ καθισμενη στο μικρο μπαλκονι στη Σαρανζα, υπο το φως της γαλαζιας λαμπας, τους αφηγειται ιστοριες γαι μια χωρα που στα ματια τους φανταζει εξωτικη, σαν μια αλλη Ατλαντιδα που αναδυεται μεσα απο την απεραντοσυνη της ρωσικης στεπας. Η Γαλλια της Σαρλοτ ειναι η Γαλλια των αρχων του 20ου αιωνα, η Γαλλια με τις δαντελες, τα αρωματα, τη σαμπανια. Η Σαρλοτ ανοιγει τη βαλιτσα και παραλληλα μ αυτη κι εναν νεο οριζοντα ανεξερευνητο, συναρπαστικο. Σε εκεινη την ισμπα, χαμενη στη μεση του πουθενα, ο Αντρει θα ερθει αντιμετωπος με δυο εκ διαμετρου αντιθετους κοσμους, θα αναζητησει την ταυτοτητα του, θα προβληματιστει γυρω απο τον ερωτα, την προδοσια, την εξουσια. Καθως βαινει προς την ενηλικιωση ο Αντρει θα απαρνηθει τις γαλλικες του ριζες, προσαπτοντας τους την περιθωριοποιηση και τον στιγματισμο που εχει υποστει απο τους συμμαθητες του ολα αυτα τα χρονια. Οταν ομως την ανατροφη του αναλαμβανει η Ρωσιδα θεια του που αντιπροσωπευει τη Ρωσια της επανασταστασης με τους χιλιαδες νεκρους και το πολικο ψυχος θα συμφιλιωθει και παλι με τη γαλλικη του καταγωγη. Μια δεκαετια μετα ο Αντρει θα μεταναστευσει στη Γερμανια για σπουδες αλλα απογητευμενος απο την πορεια του εκει θα καταφυγει στο Παρισι οπου και διακατεχομενος απο μια εντονη νοσταλγια  για το παρελθον του στη Ρωσια και κυριως την αγαπημενη του Γαλλιδα γιαγια, αποφασιζει να καταγραψει τη ζωη της σε βιβλιο κανοντας χρηση της γαλλικης γλωσσας. Ζητα μαλιστα αδεια να ταξιδεψει στη Ρωσια για να φερει τη Σαρλοτ πισω στη Γαλλια αλλα μεχρι να κινηθουν οι διαδικασιες δυστυχως εκεινη φευγει απο τη ζωη.
  Η ''κληρονομια'' εχει αυτοβιογραφικο χαρακτηρα. Αφηγητης και πρωταγωνιστης ειναι ο ιδιος ο συγγραφεας. Ο Μακιν στο συγκεκριμενο βιβλιο του αξιοποιει αυτο που συναντουμε συχνα στο εργο του Προυστ, τη λεγομενη memoire des sentiments, τη μνημη των αισθησεων, τον τροπο δηλαδη, με τον οποιο οι αισθησεις μας αλληλεπιδρουν με τη μνημη μας ετσι ωστε τα αισθητικα ερεθισματα που προσλαμβανουμε να ανασυρουν μνημες του παρελθοντος. Με εντονη τη συνειρμικη σκεψη, ο Αντρει ανακαλυπτει τη Γαλλια των γλαφυρων περιγραφων της γιαγιας του σε αντικειμενα, εικονες, συμπεριφορες, μυρωδιες που συναντα στη Ρωσια. Οι λεξεις γινονται εικονες καθοριζοντας τα ορια αναμεσα σε δυο διαφορετικους πολιτισμους. Οντας διχασμενος μεταξυ της εκλεπτυσμενης Γαλλιας και της πιο σκληροπυρηνικης Ρωσιας, ο συγγραφεας ειναι τρανταχτη αποδειξη της συγχυσης που προκαλει η διττη πολιτιστικη ταυτοτητα στον ανθρωπο, ο οποιος στα χρονια της εφηβειας αναζητα επιμονως τον εαυτο του, για να συνειδητοποιησει οτι η απαντηση στο υπαρξιακο του ερωτημα μπορει να δοθει μονο οταν αποδεχθει οτι παντα και οι δυο κουλτουρες θα συνυπαρχουν μεσα του. Αλλωστε, αυτος ακριβως ο συγκερασμος των δυο διαφορετικων κοσμων συνιστα την πραγματικη του κληρονομια.

KARL LAGERFELD (2011)

KARL LAGERFELD
  The life portrait of a fashion industry legend



  ''Women need beauty to be loved by men,stupidity to love them'' once said Coco or as her real name was, Gabriel Chanel. Would have she changed her opinion on men, if she had known that one day her mythic empire would be handed down to a man? She, propably, would as Karl Lagerfeld, the creative director of  Coco Chanel's fashion house since 1983, has proved over the years that by dressing contemporary women with his creations,he shows off their beauty in a unique way, because he is able, as Mademoiselle Coco used to say about herself, to listen to their needs. Being a member of a wealthy family of manufacturers from Hamburg, the German Karl who had first worked as a stylist, was considered justifiably as the most appropriate person to convey the unrivaled style of Mademoiselle without distorting it, and maintaing always his very own designing skills.                     
  Today the 74-year old Karl is not doubted anymore; he belongs to the sphere of the undeniable ones. Passing over his long-lasting fashion career in review, it can be said that life has treated him with plenty of generosity. His initial desire was to become a caricaturist, but in the end it was fashion design that won him. He was taught near Balmain, he worked for Patou,Valentino and Tiziani,while a milestone in his career was the time when he started to design for the fashion House of Chloé in Paris in 1964; that year signaled the beginning of his independent career in fashion. In 1972 Karl began his long-standing cooperation with Fendi,  while eleven years later his name would sign the creations of the historical fashion House of Chanel. As a man of many talents, Karl has also introduced himself to the public as an expeptional photographer with a rich portpholio. In his biography he also counts, a multitude of collaborations with many fashion labels and famous artists, as well as those with a well-known German car industry, a brand of champagne and recently a chain of ready-to-wear clothes shops. Lately the multilingual Karl starred in a French reality tv program presenting the    haute-couture fall/winter 2004-2005 of Chanel and he unfolded his versatile personality in a documentary named ''Lagerfeld Confidential'' which had been his shadow for three years. In 2006 he launched a fashion line labeled as ''K'' with jeans, moving with success from the field of haute-couture to the one of ready-to-wear.
  Lagerfeld has built a worthwhile career in fashion having as a highlight the fact that he was never overshadowed by the popular brands with which his name was often involved. On the contrary, he managed to make them comply with his sometimes extravagant choices,and as a consequence he succeeded in establishing himself in the universe of haute-couture. Like most of the highly esteemed fashion designers, Karl was strongly criticized in his first steps especially for his eccentric collections and the unorthodox way he used to choose for presenting them,but due to his endless and surprisingly innovative talent, he survived. The fact that in 1983 he took over the reins of the House of Chanel -a huge heritage- provided him with prestige and international recognition. At the same time, however, Karl was charged with the heavy responsibilty to continue successfully the creation of the legendary couture collections of  Chanel's house. Karl has tried to find a balance between the elegant but simultaneously plain and unaffected style of Mademoiselle and his own the more extreme one, supporting Chanel's philosophy of dressing women with practical, albeit always chic clothes in response to the opulent and uncomfortable outfits of her time. According to what Karl had pointed out in the past, his role in Chanel's house was to expand the use of the classic symbols of the house, such as the famous tweed jacket, the camelia, the special buttons, the knots and the all-time classic little black dress. Unavoidably in his effort to keep up the tradition of the house, Lagerfeld and his avant-garde ideas have been largely affected by the incomparable style of Chanel's house.
  Karl Lagerfeld regards fashion as a game of proportions and unpredictable challenges. He likes drawing his inspiration from people, or the street culture and although, in public he never takes off his dark sunglasses,he ensures us that he always takes a look at the changes that our modern society undergoes with hectic rythmes. Karl knows how to transform the stimuli of everyday life into designing masterpieces and he does not hesitate to experiment with his creations, to destroy and create them from scratch. He fights conformity in general, as well as the so-called serious conversations in terms of fashion, while he becomes really angry with those who take advantage of it so as to gain some social status. As an individual, Karl is not romantic, on the contrary, he is overwhelmed by a sense of demystification of the past and he prefers to emphasize in the moment, since the future cannot be predicted. Regarding his job, he acknowledges the fact that his creations are too expensive and he tries to offset it by being very demanding with himself. He can spend thousands of money on clothes for himself because, as he believes, it is always good that money return to its source. He loves listening to music and communicating with young people. Refusing to conform with his generation, Karl gives the impression of a man who vacillates between his prohibitive, age-related decency and his passion for an intense lifestyle.
  Before the designing process begins, Karl evokes his mechanism of senses and insticts, determined not to move on to ideological ''cutbacks'' or succumb to the tricks of marketing. Being always in alert, with a flexibility that allows him to change everything even at the last minute, Karl is of the opinion that it is better making a mistake rather than not being sure enough. For him the occupancy with fashion never appears to be dull, by contrast he believes that it has to be perpetual, otherwise the world of fashion will bog down. Besides, he is always willing to congratulate other designers on their collections as long as he considers the last ones to be remarkable. He is also interested in ready-to wear, but he believes that it needs technical knowledge to be compared with haute couture, whereas he feels that some young designers undrestimate it when they refer ironically to their attempts to create something equally great for those with less money. Concerning the virtue of beauty, Karl argues that it cannot be found where there is not a strange feature, that's why in his fashion shows he usually chooses models with unconventional measurements.
  This is Karl Lagerfeld, a restless spirit, a controversial character, if someone can actually describe his personality on a piece of paper. What is sure, is that fashion needs Karl and Karl needs fashion, even though he is always one step ahead of it. 

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

ΨΑΙΜΑΤΑ;                  

  Συχνά αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που ωθεί του ανθρώπους στο ψέμα. Η αφορμή ομως για να γεννηθεί αυτή η απορία στο κεφάλι μου ήρθε πριν από χρόνια όταν ακόμη ήμουν αιχμάλωτη της αυθεντίας του ενός δασκάλου, στο δημοτικό δηλαδή. Μια συμμαθήτρια και κολλητή φίλη συνήθιζε να μου εξιστορεί στο πολύτιμο εκείνο χρονικό κενό που μεσολαβούσε μεταξύ της λιγάκι στρατιωτικής παρότρυνσης ''στοιχηθείτε'' και της πάντα ελαφρά καθυστερημένης έναρξης του ''πάτερ ημών'', καθότι το εκλεκτό τέκνο σπάνια βρισκόταν με τη μία, αστεία περιστατικά που συνέβησαν στο σπίτι της κατά τη διάρκεια του πρωινού. Κι ενώ ήταν απίστευτα αστεία, τόσο που ο δάσκαλος μου έριχνε μια περίεργη βλοσυρή ματιά που λειτουργούσε σαν σιγαστήρας στο βίαιο ξέσπασμα γέλιου μου, ένιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τότε αδυνατούσα να το προσδιορίσω αλλά σήμερα διαπιστώνω ότι από πάντα γνώριζα ''τι δεν πήγαινε καλά'' απλά σ εκείνη την τρυφερή ηλικία μπλέκει κανείς τη φαντασία με την πραγματικότητα κι αφελώς πιστεύει ότι μπορεί ν αναζητήσει την πρώτη στη δεύτερη. Αυτή λοιπόν η αίσθηση του αλλόκοτου που με κατέκλυζε, ανακάλυψα ότι εκπορευόταν ακριβώς από το γεγονός πως οι ιστορίες της μικρής μου φίλης ήταν όχι απλώς αστείες αλλά απιστεύτα -στην κυριολεξία- αστείες. 'Ετσι αυτή η λογική σκέψη μου επέτρεψε μετά από χρόνια να αποκωδικοποιήσω εκείνο το παράξενο συναίσθημα ενώ ο χρόνος κι οι ιστορίες κι άλλων ανθρώπων ίσως λιγότερο αθώων με οδήγησαν στο να μετονομάσω -δυστυχώς ορθά- το ''απίστευτα αστείες'' σε ''ψεύτικα αστείες'' και το ''περίεργο συναίσθημα'' σε αυτό που καλείται ''υπόνοια''. Μοιάζει σχεδόν με μαθηματικό θεώρημα: απίστευτο+υπόνοια= ψέμα, το οποίο, αφού πρώτα αναγνωρίσεις ότι εφαρμόζεται στην εκάστοτε περίπτωση, είσαι υποχρεωμένος και να αποδείξεις.
  Κι είναι τόσο έντονη και σαρωτική η συναισθηματική αντιστοιχία του ψέματος, που υπερκεράζει το όποιο ενδιαφέρον των ανθρώπων για τις αιτίες που κατά καιρούς έστρεψαν τους ίδιους ή τους γύρω τους σ αυτό. Βέβαια η όποια απόπειρα καταγραφής των αιτιών που ωθούν κάποιον στο ψέμα θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη αφού η υπεισέλευση στα χωράφια διαφόρων επιστημών -των οποίων δεν είμαι γνώστρια- δε θα μπορούσε ν αποφευχθεί, αλλά και τρομακτικά χρονοβόρα και ατέρμονα περιπτωσιολογική. Στην προσπάθειά μου όμως να βρώ μια απάντηση έστω και καθαρά εμπειρική, κατέληξα στο εξής: εξετάζοντας το ψέμα εντελώς ψυχρά χωρίς συναισθηματισμούς, ως έννοια που δηλώνει την απόκρυψη ή την παραποίηση μιας αλήθειας διαπίστωσα ότι πάντοτε ενυπάρχει σ αυτό ο ίδιος, έντονα προσωπικός σκοπός: η ανάγκη του ανθρώπου να λυτρωθει απ ό,τι τον κατατρέχει και κατατρύχει.Υπάρχουν και περαιτέρω σκοποί όμως αυτός είναι ο βασικός κι ο κοινός για όλες τις περιπτώσεις. Και στο ψέμα, αν το σκεφτούμαι καλύτερα, συνήθως αιτία και σκοπός συγκρούονται' η παλιά μου συμμαθήτρια μου διηγούταν ψεύτικες ιστορίες σαν να ήταν αληθινές με σκοπό να πείσει (περισσότερο) τον εαυτό της ότι δεν είναι βαρετή κι αδιάφορη και εξαιτίας του ότι ένιωθε βαρετή κι αδιάφορη, ακόμη κι ο Σωκράτης προσποιούταν ότι αγνούσε καθετί σχετικό με το θέμα συζήτησης που κάθε φορά ετίθετο προκειμένου να αποφύγει ένα διάλογο γεμάτο με προκαταλήψεις και λόγω του ότι ένιωθε το φιλοσοφικό διάλογο να απειλείται από τις προκαταλήψεις της εποχής. Προσαρμόζοντας λοιπόν, αυτόν τον πρωταρχικό και σταθερό σκοπό σε κάθε ψέμα που διατυπώνεται ανιχνεύουμε και την αιτία της δημιουργίας του, σαφώς όχι τη βαθύτερη αλλά εκείνη που βρίσκεται πιο κοντά στον εν λόγω σκοπό, συγκρουόμενη μ αυτόν.
  Το ψέμα αυτό καθεαυτό απευθύνεται και στοχεύει αποκλειστικά σ αυτόν που το δημιουργεί και τελικά πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ανεξάρτητα από τις συνέπειες που μπορεί να έχει, από το αν συνεπάγεται την κοροιδία, την παραπλάνηση. την προδοσία, τον πόνο ή από το αν είναι αθωό ή κακόβουλο αφού όλα αυτά είναι χαρακτηρισμοί επακτοί, έξωθεν της έννοιας του ψέματος και αποτέλεσμα της προαίρεσης εκείνου που το διατυπώνει, της τύχης και των συγκυριών. Να ξεκαθαρίσω ότι δεν επικροτώ το ψέμα, δε λέω ότι συνιστά λύση μπορεί όμως να μην είναι καν το κακό. Αλλωστε το ψέμα δεν είναι ούτε μέσο ούτε άκρο, είναι μόνο το μαύρο στο λευκό της κάθε αλήθειας κι ίσως θα ήταν προτιμότερο να το εξετάζουμε μέσα απ αυτή.